Υπάρχει η καλύτερη δίαιτα, ανάμεσα σε τόσες πολλές;
Κατά καιρούς κάνουν την εμφάνιση τους «διάσημες» και μη δίαιτες που υπόσχονται απώλεια κιλών και βελτίωση της υγείας. Συνήθως υπόσχονται άμεσο αποτέλεσμα και όλοι σπεύδουν να μάθουν τη μεθοδολογία της και να τη δοκιμάσουν.
Το σύνηθες αποτέλεσμα είναι η απώλεια λίγων ή πολλών κιλών. Ωστόσο, δυστυχώς, η όποια πρόοδος, έχει φθίνουσα πορεία στο χρόνο και μάλιστα τα κιλά συνήθως επιστρέφουν και με τόκο.
Την τάση αυτή επιβεβαιώνει και μια μελέτη στην οποία έλαβαν μέρος 811 άτομα εκ των οποίων 515 γυναίκες με Δείκτη Μάζας Σώματος(ΔΜΣ 25-40kg/ m2,) τα οποία ακολούθησαν κάποια από τις παρακάτω τέσσερις δημοφιλείς δίαιτες:
- Χαμηλού λίπους, χαμηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, υψηλών υδατανθράκων
- Χαμηλού λίπους, υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και χαμηλών υδατανθράκων
- Υψηλού λίπους, χαμηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και μέτριας περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες
- Υψηλού λίπους, υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και χαμηλών υδατανθράκων.
Όλες οι δίαιτες ακολουθούσαν τις οδηγίες για καλή καρδιαγγειακή υγεία, δεν παρείχαν πάνω από το 8% της ενέργειας από κορεσμένα λιπαρά και πάνω από 150mg χοληστερόλης ανά 1000 θερμίδες, ενώ, έπρεπε να περιέχουν τουλάχιστον 20γρ φυτικών ινών. Οι θερμίδες του διαιτολογίου ήταν 750 περίπου, λιγότερες από τις ενεργειακές ανάγκες του κάθε ατόμου.
Στη μελέτη αυτή εφαρμόστηκαν συνεδρίες συμπεριφοριστικής προσέγγισης με σκοπό την αλλαγή διατροφικής συμπεριφοράς για τα δυο χρόνια που διήρκεσε, ενώ επιπρόσθετα τέθηκαν στόχοι για σωματική δραστηριότητα γύρω στα 90 λεπτά τουλάχιστον την εβδομάδα.
Ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης ήταν η απώλεια βάρους στα 2 χρόνια αλλά και η μείωση της περιφέρειας μέσης, η μείωση των λιπιδίων, της ινσουλίνης, της γλυκόζης και άλλων δεικτών στον ορό του αίματος.
Τα συμπεράσματα ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενα. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι, ανεξάρτητα από το είδος της διαιτητικής παρέμβασης, τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια. Άρα δεν υπάρχουν μαγικές δίαιτες ή μαγικοί συνδυασμοί, αλλά διαιτολόγια που προσαρμόζονται πλήρως στις συνήθειες, τις προτιμήσεις και τις αποστροφές του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Ο μέσος όρος απώλειας στους έξι μήνες ήταν περίπου στα έξι κιλά, γεγονός που σημαίνει ότι εάν θέλουμε να έχουμε πιο μόνιμα αποτελέσματα, δεν πρέπει να βιαζόμαστε.
Στα δυο χρόνια παρατηρήθηκε μια απώλεια της τάξης του 4% σε σχέση με το αρχικό τους βάρος. Αξίζει σημειώσουμε το γεγονός ότι αυτοί που παρακολουθούσαν τα σεμινάρια αλλαγής της διατροφικής συμπεριφοράς είχαν επιπλέον απώλεια τουλάχιστον 0,2 κιλών ανά συνεδρία.
Σε ορισμένους μπορεί να φανεί μικρή αυτή η απώλεια, όμως η ουσία κρύβεται στο γεγονός ότι όλοι όσοι ακολούθησαν την προσέγγιση αυτή είχαν βελτίωση όλων των δεικτών και των παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα στους 6 μήνες, κατάσταση η οποία διατηρήθηκε και στα 2 χρόνια.
Για να «ευλογήσουμε και τα γένια μας», την Μεσογειακή διατροφή, οι δίαιτες που την προσεγγίζουν, δηλαδή αυτές με πολύ υψηλούς υδατάνθρακες και χαμηλά λιπαρά, έδειξαν ότι επιτυγχάνουν τα χαμηλότερα επίπεδα κακής χοληστερόλης(LDL)στο αίμα.
Καταληκτικά συμπεραίνουμε, ότι δεν έχει τόσο σημασία η σύσταση της δίαιτας(πρωτεϊνική, υδατανθράκων) αλλά το συνολικό ποσό των θερμίδων που καταναλώνει κάποιος και κυρίως η συμμετοχή του διαιτώμενου σε συνεδρίες συμπεριφοριστικής προσέγγισης.